Κατά τη διάρκεια του ξεριζωμού των Ελλήνων και της Μικρασιατικής καταστροφής, περίπου δυο χιλιάδες ανθρώπινες ψυχές ήλθαν και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Πολιχνίτου. Για να κυριολεκτώ, όμως, πρέπει να ειπώ ότι δεν ήλθαν, αλλά τους έφερε η μοίρα τους. Ούτε οι ίδιοι είχαν δικαίωμα επιλογής τόπου διαμονής, ούτε το Κράτος μας είχε τέτοια οργάνωση, ώστε να προβλέψει και ενεργήσει την υποδοχή και την στήριξη των άμοιρων αδελφών μας, που μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, από νοικοκύρηδες και καλοβιούντες, κατάντησαν διακονιάρηδες και πεινασμένοι. Όλως τυχαίως «ξέπεσαν» στον Πολιχνίτο οι δυσχίλιοι αυτοί εμπερίστατοι Ελληνες.

 

Δεν εγκαταστάθηκαν στην οριογραμμή των ανατολικών παραλίων της Λέσβου, αλλά προχώρησαν στο εσωτερικό του νησιού. Άλλοι γιατί δεν άντεχαν να βλέπουν τα παράλια, τις εστίες τους, που άφησαν πίσω τους και άλλοι γιατί δεν είχαν ξεπεράσει ακόμη τον φόβο του κατατρεγμού και τον κίνδυνο βέβαιου θανάτου, που αντιμετώπισαν. Παρά ταύτα υπήρξαν και κάποιοι πρόσφυγες που επέλεξαν τον Πολιχνίτο σαν τόπο εγκατάστασής τους, γιατί έμαθαν ότι διέθετε ένα μεγάλο ελαιώνα, αρκετό κάμπο, πλούσια θάλασσα, αλυκές και πονετικούς ανθρώπους, που δεν θα τους έκλειναν κατάμουτρα την πόρτα τους.

 

Πράγματι, αν εξαιρέσουμε κάποιους «έχοντες και κατέχοντες», που έδειξαν σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά, παίρνοντας στη δούλεψή τους άντρες και γυναίκες, για ένα ξεροκόμματο σαν μεροκάματο και κάποιους (δυστυχώς) γυμνόκωλους που φοβήθηκαν ότι θα χάσουν την απασχόλησή τους, γιατί τα «αφεντικά» θα προτιμούσαν τους «τουρκόσπορους», τους «ψόφους», τους «ξυπόλητους» και τις «παστρικές» γυναίκες τους, για να κάνουν τη δουλειά τους, οι άλλοι Πολιχνιάτες, οι άνθρωποι της μεσαίας τάξης, που ζούσαν καλλιεργώντας τον σχετικά μικρό κλήρο τους, ή ήταν μικροεπαγγελματίες, ψαράδες και γενικά νοικοκύρηδες και τίμιοι βιοπαλαιστές, είδαν με μάτι συμπόνιας και αγάπης τους Μικρασιάτες πρόσφυγες. Όχι μόνο δεν τους κακολόγησαν ποτέ, αλλά τουναντίον μοιράστηκαν μαζί τους το λιγοστό ψωμί τους, μην ειπώ και την ανεπαρκή στέγη τους.

 

Ήταν Αύγουστος- Σεπτέμβριος η χρονική περίοδος που ολοκληρώθηκε το κακό. Είπαν «θα στριμωχθούμε κάτω από ένα κεραμίδι» οι δυστυχισμένοι πρόσφυγες, «θα ξεχειμωνιάσουμε και απέ βλέπουμε». Όμως ξεγελάστηκαν, γιατί οι χειμώνες πηγαινοερχόντουσαν, και αυτοί οι δύσμοιροι προσπαθούσαν να μη ξυλιάσουν απ’ το κρύο, μένοντας μέσα σε ντάμια και αποθήκες, που τις περισσότερες φορές, για να εξυπηρετηθούν δυο και τρεις οικογένειες, μοίραζαν τον χώρο, κρεμάζοντας σαν παραπέτασμα μια κουρελού καρπέτα.

 

Στη Σκάλα Πολιχνίτου, οι αποθήκες του Καλιάμπεη, ο «σαπουνχανάς», το σαπωνοπείο δηλαδή της εταιρείας «Σαραντίδης-Κλαδογένης», αλλά και στον Πολιχνίτο τα «τούρκικα» σπίτια της Γρύππας «φιλοξένησαν» την ανθρώπινη δυστυχία και ανέχεια.

 

Τα στοιχεία αυτά που παραθέτω είναι βγαλμένα μέσα απ’ την ψυχή μου και όχι απ’ το νου μου. Τα έχω αντλήσει από γραπτά αλλά και από αφηγήσεις, από «πρώτο στόμα» θα έλεγα, της πρώτης γενιάς των προσφύγων, με τους οποίους έτυχε να συναναστραφώ.

 

Απ’ τους δυο χιλιάδες περίπου πρωτοεγκατασταθέντες πρόσφυγες του Πολιχνίτου, παρέμειναν τελικά –μετά από μια δεκαετία- περίπου εξακόσιοι. Αυτοί πολιτογραφήθηκαν, εντάχθηκαν στην τοπική κοινωνία και με την συνδρομή των πραγματικών Πολιχνιατών συνανθρώπων τους, απάλυναν τον πόνο τους, παρηγορήθηκαν και άρχισαν να ελπίζουν πως αν δεν αλλάξουν τα πράγματα για να ξαναγυρίσουν στις εστίες τους, τουλάχιστον θα ριζώσουν και θα ξεκλαδίσουν στον καινούργιο τόπο, που τους όρισε η μοίρα τους.

 

Αντιγράφοντας κάποια αποσπάσματα «ανταποκρίσεων εκ Πολιχνίτου» της εφημερίδας «ΛΕΣΒΟΣ», της Τρίτης 16 Απριλίου 1937, θέλω να προτάξω την προφορική πληροφορία που είχα, ότι την περίοδο αυτή, ο Ταμίας Επιτροπής Προσφύγων Πολιχνίτου, είχε καταχρασθεί δύο χιλιάδες δραχμές απ’ το Ταμείο και είχε σκηνοθετήσει ότι «εληστεύθη υπό αγνώστων». Τότε γράφει η εφημερίδα «ΜΕΤΡΑ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ: Ο Αρχιερατικός Επίτροπος Αρχιμανδρίτης κ. Χρυσόστομος, ευθύς ως εξέθηκε τηλεγραφικώς εις τον Νομάρχην Λέσβου κ. Σπηλιωτόπουλον την κατάστασιν των προσφύγων εκ της στερήσεως, δια της ληστείας, του επιδόματός των, έλαβε παρ’ αυτού την πλήρη στοργής και μερίμνης απάντησιν, ότι αποστέλλονται δυο χιλιάδες δραχμών υπέρ των προσφύγων, παραγγελθέντος του Δημοσίου Εισπράκτορος να θέσει το ποσόν τούτο εις την διάθεσιν του Αρχιμανδρίτου κ. Χρυσοστόμου, όστις και καλέσας την Επιτροπήν, καθώρισε τα δέοντα».

 

Και συνεχίζει η ίδια εφημερίδα «ΕΡΑΝΟΙ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ». Τους μέχρι σήμερον και προ της αποστολής των δύο χιλιάδων δραχμών, διατελούντας πρόσφυγας ανεκούφισεν εξόχως φιλάνθρωπος πράξις του Ειρηνοδικούντος γραμματέως του Ειρηνοδικείου μας κ. Γεωργ. Φόρτη, του Αστυνόμου μας κ. Γρηγ. Δελημπαλταδάκη, οίτινες έσχον την θεάρεστον έμπνευσιν να προβώσι εις συλλογήν προχείρων εράνων υπέρ λιμωττώντων και δυστυχών προσφύγων. Το συλλεγέν ποσόν διετέθη δικαιότατα, ούτω δε απεσοβήθησαν σκηναί με ελατήριον την πείναν και την απόγνωσιν. Η προθυμία των κατοίκων Πολιχνίτου δια την περίθαλψιν των προσφύγων, επιδεικνύεται μίαν ακόμη φοράν διά του προχείρου αυτού εράνου και κατόπιν μάλιστα του γεγονότος ότι ο Πολιχνίτος 600 πρόσφυγας συνετήρησεν επί δίμηνον, χωρίς να ενοχλήσει διόλου την εν Μυτιλήνη Κεντρικήν των Προσφύγων Επιτροπήν. Εύγε τους!».

 

Μια που συνεχίζω να αντιγράφω την ίδια Μυτιληναϊκή εφημερίδα, χάριν της τοπικής ιστορίας, παραθέτω ακομα μία ανταπόκριση: «Δύο ημέρας μετά την γνωστήν υπό των αγνώστων ληστείαν των χρημάτων των προσφύγων Πολιχνίτου, ο Ταμίας της Επιτροπής των Προσφύγων Βρυσάς κ. τάδε (υπάρχει ονοματεπώνυμο αλλά για ευνόητους λόγους δεν το αναφέρουμε) ενεθυμήθη ότι και τούτου αφήρεσαν οι λησταί κάποτε 125 δραχμάς. Και υπό την πρόφασιν αυτήν κατακρατεί από τους δυστυχείς πρόσφυγες άλλου μεν δύο δραχμάς, άλλου δε μίαν και ημίσειαν δια να συμπληρώση το ποσόν των 125 δραχμών, αίτινες κατά τους διισχυρισμούς του αφηρέθησαν υπό των αγνώστων ληστών, στερών ούτω το ψωμί πτωχών οικογενειαρχών και δυστυχών προσφύγων. Αγανακτησμένοι οι πρόσφυγες προσήλθον σήμερον εις τον Αστυνομικόν Σταθμάρχην και κατήγγειλαν το γεγονός, καταθέσαντος ενός εκ τούτων και κίβδηλον μετζήτιον, όπερ ο περί ου ο λόγος Ταμίας των Προσφύγων Βρυσάς έθεσεν εν κυκλοφορία. Τόσον διά την πράξιν της κατακρατήσεως διακατεχομένου ξένου χρήματος, όσον και διά την κυκλοφορίαν κίβδηλου νομίσματος επεδόθησαν αι προσήκουσαι μηνύσεις.

 

Όπως προαναφέραμε, τα χρόνια περνούσαν και οι πρόσφυγες άρχισαν δειλά-δειλά να συμπεθεριάζουν με τους γηγενείς και να το παίρνουν απόφαση πως ποτέ πια δεν θα επιστρέψουν στα αγιασμένα και αγαπημένα χώματά τους. Έτσι, όποιοι δεν μπόρεσαν να εξασφαλίσουν μια στέγη αξιοπρεπή και συνέχιζαν να ζουν σε αποθήκες και ακατάλληλους χώρους, άρχισαν να πιέζουν με κάθε τρόπο και να διεκδικούν απ’ το Κράτος να τους στεγάσει. Ξεφεύγοντας απ’ την δική μας περιοχή του Πολιχνίτου, σας μεταφέρω ένα μικρό απόσπασμα απ’ την εφημερίδα «ΔΗΜΟΚΡΑΤΗΣ» του Τέρπανδου Αναστασιάδη, της 15 Μαΐου 1929, όπου ο λογοτέχνης δημοσιογράφος Σταύρος Χαβαράνης, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Φοίβος Ανατολέας, γράφει ένα χρονογράφημα με τίτλο «Το κακούργημα». Αναφερόμενος στο ότι ο υπεύθυνος κρατικός μηχανικός θέλοντας να εκπονήσει την μελέτη ανέγερσης προσφυγικού συνοικισμού στα Λουτρά της Μυτιλήνης, έδωσε εντολή και ξεριζώθηκαν διακόσιες γέρικες-αιωνόβιες ελιές και καταλήγει: «Αν πάμε έτσι θα δούμε να ρημάζει ό,τι η πασίγνωστη Λεσβιακή φιλοπονία εδημιούργησε. Χωρίς υπερβολή. Οι βαλανιδιές κόβουνται. Τα τσαμλίκια καίγονται. Οι ελιές ξεριζώνονται. Περίφημα. Στην περίπτωση, όμως, των Λουτρών η κουταμάρα και η απερισκεψία και το πείσμα δεν άφησαν τον κ. που απεφάσισε να κακουργήσει τόσο ασυνείδητα, να σκεφθεί ότι θα βλογούσανε οι πρόσφυγες ψαράδες αν τα καλυβόσπιτα που θα τους έκαμαν, σκιάζονταν υπό τα βλογημένα κλαδιά της ελιάς και προικοδοτούντανε έτσι μ’ ένα ισόβιο εισόδημα τόσο βλογημένο και απαραίτητο για κάθε ελληνικό σπίτι. Δεν πιστεύουμε πως για χατήρι καμμιάς «ρυμοτομίας» θα θυσιάστηκαν οι βαριόμοιρες γέρικες ελιές γιατί στην περίπτωση αυτή θα ταίριαζε το παράδειγμα της Ζαφειρής που όλα τα είχε και μόνο ο φερετζές της έλειπε! Πιο καλά θάτανε σκόρπια τα ψαράδικα σπιτάκια μέσα στον ακροθαλασσίτικον ελιώνα, πιο καλά και πιο ευτυχισμένα κάτω απ’ τις γέρικες ελιές. Και όμως, η κακούργα έφοδος γίνηκε μην τύχει και δεν θριαμβεύσει το γελοίο πείσμα ενός ανθρώπου. Ας μας γίνει το πάθημα μάθημα. Αυτού του είδους η νομοτάγεια άξιζε μόνο σε χαλβαδανθρώπους κι όχι σε Μυτιληνιούς».

 

Τώρα ας έλθουμε και πάλι στα δικά μας, σχετικά με την στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων Πολιχνίτου. Η Επιτροπή αποκατάστασης των προσφύγων, απαιτούσε την ίδρυση δυό προσφυγικών συνοικισμών. Έναν αστικό στον Πολιχνίτο και έναν αλιευτικό στη Σκάλα.

 

Εδώ μου δίδεται η ευκαιρία να αναπτύξω μια παρένθεση, αναπτύσσοντας την προσωπική μου άποψη και πεποίθηση ότι είναι εθνικά επιζήμιο και κοινωνικά απαράδεκτο, να ιδρύει η Πολιτεία τέτοιου είδους οικισμούς και να δημιουργεί η ίδια «γκέτο» μέσα στα οποία απομονώνει και δακτυλοδεικτεί μια μερίδα πολιτών, έναν αριθμό ανθρώπων. Κάτι σχετικό έκανε πριν από μερικά χρόνια με την ανέγερση των εργατικών κατοικιών στον Πολιχνίτο, με τις ευλογίες και την συμπαράσταση της τότε δημοτικής αρχής Πολιχνίτου, που το θεώρησε κατόρθωμά της και παραχώρησε προς τούτο και το τελευταίο δημοτικό οικόπεδο. Σπίτια πετρόχτιστα, καμωμένα από χέρια μαστόρων, με πολύ μεράκι, κατέρρευσαν και καταρρέουν καθημερινά μέσα στον ευρύ οικιστικό ιστό της κωμόπολής μας. Αυτά θα μπορούσαν να αναπαλαιωθούν και τότε και τώρα και να στεγάσουν τότε τους αδελφούς μας πρόσφυγες και τώρα (πριν από λίγα χρόνια) τους άστεγους εργατοτεχνίτες δικαιούχους του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας, στον τόπο μας.

 

Ξαναγυρίζοντας στον ειρμό του θέματός μου και ψάχνοντας για στοιχεία, κατέληξα στο ότι η φαγωμάρα ήταν για τον Πολιχνίτο μας, η αιτία να ζημιώσει τον τόπο και τότε, όπως πάντα. Η διχόνοια και τα ελεεινά ατομικά ή οικογενειακά συμφέροντα, πήραν τις αποφάσεις τους και αποφάνθηκαν: Αστικός προσφυγικός οικισμός δεν έγινε ποτέ. Οι πρόσφυγες που έμειναν στον Πολιχνίτο αυτοστεγάστηκαν. Άλλος αγόρασε απ’ την Υπηρεσία ανταλλαξίμων κτημάτων (πρώην τουρκικές ιδιοκτησίες) κάποιο χάλασμα, που με τον ιδρώτα του το ξεπλήρωσε και το ανακαίνισε. Άλλος παντρεύτηκε με Πολιχνιάτισσα και απέκτησε σπίτι, γιατί καμμιά ασπίτωτη Πολιχνιάτισσα δεν παντρεύεται. Κάποιους τους έδωσαν ένα ελαιόκτημα στην Λαγκάδα, στη Νυγίδα, στα Βακούφικα, στα Μελαντά ή ένα ανοιχτό χωράφι στην Περβόλα ή στην Φλιά, δηλαδή ένα κομμάτι απ’ τον κλήρο που άφησαν οι Τούρκοι όταν έφυγαν με την ανταλλαγή πληθυσμών. Εδώ θα έλεγα χαριτολογώντας: και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

 

Όμως έχει συνέχεια η αφήγησή μου γιατί έχω και τους «τσαλαβούτηδες», τους ψαράδες του αλιευτικού συνοικισμού Σκάλας. Εδώ, Σαββαίοι και Κωστομοιραίοι, που διαφέντευαν την διοίκηση της Κοινότητας Πολιχνίτου, εναλλασσόμενοι, ρίχνοντας οι μεν τους δε, έτυχε να έχουν συμφέροντα και οι δυο στη Σκάλα. Κτήματα και περιουσίες, τεράστιας αξίας, για τα χρόνια εκείνα. Ο Λεφτέρης Κωστομοίρης, που ήταν την περίοδο εκείνη Πρόεδρος της Κοινότητας, φρονούσε ότι, «Δεν είναι ανάγκη να πετάξουμε στο έσχατο σημείο της Πολιχνιάτικης επικράτειας τους πρόσφυγες. Και να τους απομονώσουμε σε μιαν άκρια της Σκάλας Πολιχνίτου. Θα μπορούσαν να στεγασθούν στον Πολιχνίτο». Το ότι η άλλη πλευρά επικαλείται ότι οι ψαράδες πρόσφυγες επιθυμούν να εγκατασταθούν κοντά στις βάρκες τους, το αντικρούει λέγοντας πως γηγενείς Πολιχνιάτες ψαράδες (ιδιοκτήτες και πληρώματα) εκατοντάδες τον αριθμό, διαμένουν και κατοικούν στον Πολιχνίτο και τούτο δεν τους εμποδίζει επί αιώνες τώρα, να ασκούν τον βιοπορισμό τους.

 

Επειδή φρονώ ότι μέσα στις φιλόξενες σελίδες του «ΠΟΛΙΧΝΙΑΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ» συγγράφω μέρος της τοπικής μας ιστορίας, σας παραθέτω απόσπασμα του αριθμ. 2/10.5.1931 Πρακτικού του Κοινοτικού Συμβουλίου Πολιχνίτου: «Ο κ. Πρόεδρος (Ελ. Κωστομοίρης) εξέθηκε τα εξής. Οτε το πρώτον κατά το έτος 1928 απεφασίσθη η ανέγερσις του αλιευτικού συνοικισμού εις την Σκάλαν Πολιχνίτου, η κοινή γνώμη εξανέστη καθώς και νυν πάλιν και δια συλλαλητηρίων εζήτησε την ανέγερσιν του συνοικισμού εν Πολιχνίτω. Συνεπεία τούτου και κατόπιν εγγράφου εντολής του Υπουργείου της Συγκοινωνίας ο τότε Νομάρχης κ. Κυριακόπουλος και ο επιθεωρητής των Δημοσίων Έργων κ. Φιλίπποβιτς, κατόπιν επιτοπίου επισκέψεώς των απεφάνθησαν ότι δεν πρέπει να γίνει ο αλιευτικός συνοικισμός της Σκάλας, διότι είναι ο μοναδικός τόπος παραθερισμού της κωμοπόλεως και συγχρόνως το ευφορότερον κεκαλυμμένον έδαφος της Κοινότητας (ελαιώνες, αμπελώνες, οπωροφόρα, κήποι). Εκθέτει και πάλι ο κ. Πρόεδρος τα εξής μειονεκτήματα, άτινα θα προκύψουν εκ της ανεγέρσεως του συνοικισμού εν Σκάλα.

 

1) Αποξενούνται των εξοχικών των κατοικιών πλείστοι κάτοικοι Πολιχνίτου, πράγμα όπερ αποδοκιμάζει η κοινή γνώμη και ως εκ τούτου θα διαταραχθή η ομαλή και παραδειγματική μέχρι τούδε συμβίωσις γηγενών και προσφύγων.

2) Η Σκάλα αποτελούσα τον πνεύμονα της περιφερείας του τέως Δήμου Πολιχνίτου, δια της οποίας διεξάγεται πάσα εμπορική και βιομηχανική κίνησης, θα περιέλθει εις χείρας τρίτων ξένων όλως προς τον τόπον και ξένων προς τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα.

3) Θα δημιουργηθεί ζήτημα (και ακριβώς ούτος είναι ο σκοπός των ανευθύνων παραγόντων, οίτινες ενεργούν διά την ανέγερσιν του συνοικισμού ες Σκάλαν) ανακηρύξεως της Σκάλας εις Κοινότητα, οπότε αύτη θα φορολογήσει αγρίως την όλην περιφέρειαν δια την εξασφάλισιν εσόδων και ούτω ο τέως Δήμος Πολιχνίτου θα καταστεί φόρου υποτελής προς τον Συνοικισμόν Σκάλας.

4) Η ανακήρυξης της Σκάλας εις Κοινότητα προϋποθέτει και τον χωρισμόν της εις ιδιαιτέραν αγροτικήν περιφέρειαν και ούτω τα κτήματα των Πολιχνιατών, διότι οι πρόσφυγες στερούνται τοιούτων, θα διαφυλάσσονται ή κάλλιον ειπείν δεν θα διαφυλάσσονται υπό της Κοινότητας Σκάλας, ενώ τουναντίον θα φορολογούνται αγρίως, τα δε οικόσιτα ζώα των εγκατασταθησομένων εν Σκάλα προσφύγων, ελλείψει βοσκοτόπων, θα καταστρέφωσι τους αμπελώνας και τους κήπους των Πολιχνιατών και αρκούν δια την καταστροφήν δέκα μόνον αίγες.

5) Υπάρχουν εν Πολιχνίτω 75 περίπου οικογένειαι προσφύγων οίτινες επ’ ουδενί λόγω δέχονται να εγκατασταθούν εν Σκάλα, προτιμώντες την ανέγερσιν του συνοικισμού εν Πολιχνίτω, ώστε ποίος ζητεί την ίδρυσιν συνοικισμού εν Σκάλα; Αφού άλλως τε και οι γηγενείς αλιείς κατοικούν εν Πολιχνίτω και ουχί εν Σκάλα. Η ανέγερσις του συνοικισμού εν Πολιχνίτω διά της απαλλοτριώσεως των ερειπωμένων ανταλλαξίμων ή εις μίαν των τοποθεσιών (Ραχτιανά, Λείβαδος, Γρίπα, Κσρδώνας) αίτινες συνέχονται μετά της Κωμοπόλεως, θα απαιτήσει την ημίσειαν δαπάνην. Προς τούτοις δε η ίδρυσις συνοικισμού εν Σκάλα θα προσκρούση και εις το ζήτημα υδρεύσεως, ήτις συντελείται ανεπαρκώς και θα αποξηράνη τους κήπους.

6) Εις τον προ δύο ετών προσκομισθέντα κατάλογον αλιέων προσφύγων εξακριβώθη ότι συμπεριελήφθησαν άτομα ανύπαρκτα, άτομα ουδεμίαν σχέσιν έχοντα με την αλιείαν και το χείριστον πάντων, άτομα υπόπτου παρελθόντος, γνωστοί λαθρέμποροι, οίτινες επιζητούν να καταλάβουν την

Σκάλαν Πολιχνίτου δια τους απωτέρους σκοπούς των.

 

Οι κ.κ. Κοινοτικοί Σύμβουλοι Κων/νος Σάββας και Σάββας Περ. Σάββας έχουσι την γνώμην ότι ουδεμίαν σχέσιν έχει η ίδρυσις αστικού συνοικισμού εν Πολιχνίτω, με τον εν Σκάλα αλιευτικόν τοιούτον. Συμφωνούσι πλήρως με την ίδρυσιν αλιευτικού συνοικισμού Σκάλας, διαφωνούντες απολύτως με τας απόψεις του Προέδρου, καθόσον θεωρούσιν ότι είναι ανθρωπιστικόν καθήκον των και ότι ουδεμίαν ουσιώδη ζημίαν Κοινοτικήν επιφέρει. Το κακόν μόνον τυγχάνει ότι θα απαλλοτριωθούν μερικά τυχόν κτήματα διαφόρων ενδιαφερομένων. Οι λοιποί παρόντες σύμβουλοι, 8 τον αριθμόν, τάσσονται με την άποψιν του Προέδρου εις ον και αναθέτουν την ενέργειαν των νομίμων διατυπώσεων δια την ανέγερσιν του αλιευτικού συνοικισμού εν Πολιχνίτω.».

 

Προσέξατε την τοποθέτηση των δύο Σαββαίων στο τέλος του πρακτικού; «Το κακόν μόνον τυγχάνει ότι θα απαλλοτριωθούν μερικά τυχόν κτήματα διαφόρων ενδιαφερομένων». Εδώ λοιπόν είναι το ζητούμενο σημείο. Οι μεν Σαββαίοι κατείχαν αστικά ακίνητα στη Σκάλα (σπίτια-μαγαζιά –αποθήκες) και ένα μεγάλο ελαιόκτημα, που καταλαμβάνει την πλευρά του λόφου «Βουνάρι» και εκτείνεται απ’ τις ιδιοκτησίες Τιμολέοντος Σάκκη και Παν. Καμπούρη, μέχρι την ιδιοκτησία Σπύρου Σπυρέλλη και εκκλησία Αγίου Ιωάννου και απ’ την κορυφή του λόφου μέχρι τον αμαξιτό δρόμο. Ενώ για απαλλοτρίωση προσφερόταν το τεράστιο κτήμα των αδελφών Κωστομοίρη, που ήταν αγρός, με αμπέλια, οπωροφόρα και σπαρτά, και αποτελούσε τον «αφαλό» της Σκάλας Πολιχνίτου.

 

Έτσι είχαν τα πράγματα, μέχρι που την δεκαετία του 30, με την βοήθεια του Γεωργίου Παπανδρέου, βουλευτή Λέσβου και Υπουργού Παιδείας, απεφασίσθη η τάχιστη ανέγερση προσφυγικού συνοικισμού στη Σκάλα. Ο κομματάρχης, κουμπάρος και δεξί χέρι του Παπανδρέου στην ευρύτερη περιοχή Πολιχνίτου, Δημήτριος Χαρίτος, αναλαμβάνει την ευθύνη της άμεσης κατασκευής δέκα ισόγειων κατοικιών των τεσσάρων δωματίων. Δύο δωμάτια ήταν τσιμεντόστρωτα με τζάκι, προοριζόμενα για κουζίνες και δυο δωμάτια είχαν σανιδένιο πάτωμα, γιατί προορίζονταν για κρεβατοκάμαρες. Σε κάθε οικογένεια δόθηκαν ένα και ένα τα δωμάτια, ώστε να έχουν μία κουζίνα και ένα υπνοδωμάτιο, ασχέτως αν στο σύνολό τους οι οικογένειες ήταν υπερπολύτεκνες. Το λυπηρό και θλιβερό όμως είναι ότι, δεν βρέθηκε για τους κατατρεγμένους αυτούς πρόσφυγες ένα στεγνό κομμάτι γης, αλλά τους έρριξαν μέσα σε ένα γκιόλι, όπου τσαλαβουτούσαν μέσα στη λάσπη το περισσότερο διάστημα του χρόνου. Όχι μόνο τα νερά, που κατέβαιναν απ΄ όλα τα Αρά και την Παναγιούδα, το Χαλήλ και τον Καλαμδιάρη, όταν έβρεχε, στράγγιζαν μέσα στον χώρο του συνοικισμού, αλλά και η θάλασσα, όταν ο γαρμπής μαύριζε και εξαπέλυε την αγριότητά του, έβγαζε τα κύματά της μέσα στον χώρο του συνοικισμού. Μια φορά είδα τους φίλους μου, όταν ήμασταν πιτσιρίκια, να πηγαίνουν με μια σκάφη από σπίτι σε σπίτι. Εδέησε να γίνει Δημοτικός Σύμβουλος ο μακαρίτης ο πατέρας μου (και τούτο δεν το γράφω με κομπασμό, με αγανάκτηση το φέρνω στο φως) για να εισηγηθεί στο Συμβούλιο του Δήμου την δεκαετία του 50, να κουβαλήσουν με Δημόσιας Χρήσης φορτηγά αυτοκίνητα χαλίκι απ’ τον οξύ και να υψώσουν κάπως τους χώρους μεταξύ των σπιτιών. Οι φωτογραφίες του αρχείου μου, που επισυνάπτω, είναι αδιάψευστος μάρτυρας των όσων περιγράφω.

 

Τώρα, σαν πάει κανείς στον χώρο του αλιευτικού προσφυγικού συνοικισμού Σκάλας, θα συναντήσει μια τελείως διαφορετική κατάσταση απ’ αυτήν που περιέγραψα και αναφερόμουν στην στέγαση της πρώτης προσφυγικής γενιάς. Τώρα μάρτυρες στέκονται ελάχιστα απ’ τα πρώτα σπίτια. Στη θέση των παλιών κτίστηκαν βίλες. Δεδομένου ότι την δεκαετία του 60, επί δημαρχίας Κων/νου Πελέκου, είχα κάνει σαν αρμόδιος δημοτικός υπάλληλος τις απαραίτητες ενέργειες του Δήμου και είχαν εκδοθεί υπέρ συγκεκριμένων κατόχων, παραχωρητήρια και τίτλοι ιδιοκτησίας των οικοπέδων. Γιατί μέχρι τότε δεν είχαν τίτλους οι κάτοχοι, ανήκαν στο Δημόσιο τα οικόπεδα, στην Γεωργική Υπηρεσία συγκεκριμένα.

 

Ακόμα θα συναντήσει κανείς ένα ναό, στο στάδιο της αποπεράτωσης, καλαίσθητο και με πολύ μεράκι καμωμένο, που δεσπόζει στην παραλία και κτίστηκε απ’ την χαροκαμένη οικογένεια του Αντώνη Χαρ. Ρουκουνιώτη, δεύτερης γενιάς προσφύγων, στη μνήμη της αδικοχαμένης σε τροχαίο δυστύχημα κόρης τους Παναγιώτας.

 

Επίσης θα βρεθεί μπροστά σε μία αναθηματική στήλη «Ηρώο», που φέρει την ανορθόγραφη επιγραφή «Στην μνήμη των αλίτρωτων ελληνικών πατρίδων ΜΙΚΡΑΣΙΑ ΧΑΙΡΕ» (Οι αλύτρωτες γράφονται με «υ» και όχι με «ι», βρε αγράμματοι). Η στήλη αυτή στήθηκε απ’ το Δήμο με χρηματοδότηση της Νομαρχίας, για να τιμήσει την Μικρασία και τους πρόσφυγες, που μας ήλθαν απ’ αυτήν. Τους πρόσφυγες, που το επίσημο ελληνικό Κράτος και οι τότε διοικούντες την τοπική κοινωνία, ύστερα από δεκαετίες ξεσπιτωμού, κατάφεραν να τους στεγάσουν στην λάσπη και στην υγρασία, στο γκιόλι, που ήταν τότε το μόνο μέρος που τους περίσσευε.